- τρυφεροδίαιτος
- -ον, Ατρυφερόβιος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυφεροδιαίτους — τρυφεροδίαιτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)